- ἀλαωπός
- ἀλα-ωπός, ον, lit.A blind-eyed; hence, dark,
ὁμίχλη Nonn.D.25.282
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁμίχλη Nonn.D.25.282
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλαωπός — ἀλαωπός, όν (AM) [ἀλαός] 1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός 2. σκοταδερός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… … Dictionary of Greek
αλαώπις — ἀλαῶπις ( ιδος), η (Α) θηλ. τού ἀλαωπός … Dictionary of Greek
αλαώψ — ἀλαώψ ( ῶπος), ο, η (Μ) ο αλαωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός + ὤψ* «μάτι»] … Dictionary of Greek